- κλέος
- το (AM κλέος)καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.)αρχ.1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ' ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.)2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.)3. στον πληθ. τὰ κλέαένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα («ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kleu- με αρχική σημ. «ακούω», που διατηρείται στην Ελληνική στο ρ. κλύω*. Η σημασία τού κλέος «φήμη, δόξα» αποτελεί εξέλιξη τής αρχικής σημ. τής ρίζας («αυτό για το οποίο ακούει κανείς πολλά», πρβλ. και νεοελλ. ξακουστός). Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν και συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως το αρχ. ινδ. śravas- «δόξα» και το αρχ. ιρλδ. clu «δόξα». Το κλέος συνδέεται επίσης με το αβεστ. sravah- «λέξη» και το αρχ. σλαβ. slovo «λέξη, ομιλία», που ακολούθησαν διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη, παρεμφερή με εκείνην τών κλείω (II)*, κλῄζω (Ι)*Η λ. κλέος αποτελεί α' συνθετικό πολλών κύριων ονομάτων, όπως τών Κλεισθένης (< κλεFι- ή < κλε-Fε(σ)ι-), Κλεάνθης (< κλεFε- ή < κλεFεσ-), ενώ με θεματικό φωνήεν απαντά στα Κλεο-μένης, Κλεο-πάτρα κ.λπ. Ως β' συνθετικό κύριων ονομάτων απαντά με τη μορφή -κλέFης > -κλής (πρβλ. κυπρ. Τιμο-κλέFης, Περικλής κ.λπ.). Ήδη στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τέτοια ονόματα, καθώς και το μετονοματικό παρ. επίθ. etewo-kereweio (ἐτεόκλειος) < ἘτεFο-κλέFης. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πλήρης αντιστοιχία τού Εὐκλῆς (< Εὐ-κλέFης) με το αρχ. ινδ. vasu-śravas «αυτός που διαθέτει καλή φήμη» και το πιθ. ιλλυρ. κύριο όν. Ves-cleves. Ως β' συνθετικό επιθέτων, τέλος, το κλέος απαντά με τη μορφή -κλεής (πρβλ. μεγα-κλεής, περι-κλεής).ΠΑΡ. κλεινόςαρχ.κλ(ε)ηδών, κλέω* / κλείω (ΙΙ)*, κλύωαρχ.-μσν.κλεΐζω / κλῄζω (Ι).ΣΥΝΘ. -κλεής: ακλεής, ευκλεής, περικλεήςαρχ.aγακλεής, βαθυκλεής, δυσκλεής, επικλεής, ισοκλεής, κακοκλεής, μεγακλεής, μεγαλοκλεής, πολυκλεής, φερεκλεήςνεοελλ.τρισευκλεής].
Dictionary of Greek. 2013.